ἡμίσεος

ἡμίσεος
ἥμισυς
half
masc/neut gen sg (epic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Half note — This article is about the musical note. For the jazz club, see Half Note Club. In music, a half note (American) or minim (European) is a note played for half the duration of a whole note (or semibreve) and twice the duration of a quarter note (or …   Wikipedia

  • κώλο(ν) — το (AM κώλον) 1. μέλος σώματος ανθρώπου ή ζώου και ειδικά τα άκρα τους (α. «άνω κώλα» χέρια β. «πρὸς κέντρα κῶλον ἐκτενεῑς», Αισχύλ. γ. «τά τ ἐμπρόσθια κῶλα καὶ τὰς κεφαλὰς εἰς γῆν ἑλκόμενα», Πλάτ.) 2. γραμμ. το τμήμα τής περιόδου που βρίσκεται… …   Dictionary of Greek

  • φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… …   Dictionary of Greek

  • Δάνδολος — Εξελληνισμένος τύπος του επωνύμου της οικογένειας των Βενετών ευγενών Νταντόλο (Dandolo), που πρωτοαναφέρεται τον 10o αι. Η ιστορία της συνδέεται στενά με την ακμή της Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου, κυρίως μεταξύ του 12ου και του 14ου αι. Από τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”